- προνύμφιον
- προνύμφιοςpre-nuptialmasc/fem acc sgπρονύμφιοςpre-nuptialneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνύμφιος — ον, Α αυτός που συμβαίνει προτού κάποιος γίνει γαμπρός, ο πριν από τον γάμο («προνύμφιον ὕπνον», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νύμφη] … Dictionary of Greek